παρασύμβαμα

παρασύμβαμα
παρασύμβαμα
secondary accident
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παρασύμβαμα — το, ΜΑ (στην ορολογία τών Στωικών) δευτερεύον συμβάν, δευτερεύον περιστατικό μετά το πρώτο, το κύριο σύμβαμα αρχ. γραμμ. απρόσωπο ρήμα συντασσόμενο με αιτιατική. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σύμβαμα (< συμβαίνω)] …   Dictionary of Greek

  • παρασυμβαμάτων — παρασύμβαμα secondary accident neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρασυμβάματα — παρασύμβαμα secondary accident neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακατηγόρημα — τὸ, Α [παρακατηγορώ] (στους Στωικούς) πρόσθετο κατηγόρημα, δευτερεύον συμβάν ή περιστατικό, παρασύμπτωμα*, παρασύμβαμα* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”